ομότυχος

ομότυχος
ὁμότυχος, -ον (Μ)
αυτός που έχει την ίδια τύχη με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -τυχος (< τύχη), πρβλ. κακό-τυχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՄԱՊԱՐԻՍՊ — ( ) NBH 2 0020 Chronological Sequence: Unknown date ա. ὀμότυχος qui est sub eodem muro Որ է ʼի մէջ նոյն պարսպաց կամ որմոց. յարկակից. *Համապարիսպ բնակեալն՝ այնմ, որ ʼի ներքոյ իւր է, վնաս ինչ գործիցէ. Պղատ. օրին. ՟Ը …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”